Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁποία δὴ φλέψ

См. также в других словарях:

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

  • φλεβοτόμος — Δίπτερο μυζητικό έντομο. Bλ. λ. σκνίπα. * * * ο / φλεβοτόμος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τέμνει φλέβες 2. το ουδ. ως ουσ. το φλεβοτόμο χειρουργικό εργαλείο με το οποίο διενεργείται η φλεβοτομία νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φλεβοτόμος ζωολ. γένος… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»