-
1 ὁποῖος
ὁποῖος, α, ον, [dialect] Ep. [full] ὁπποῖος, η, ον, Hom., but twice ὁποῖος, Od.17.421,19.77 ; [dialect] Ion. [full] ὁκοῖος, η, ον, Archil.70, Hdt.2.82, al., GDIivp.883 (Erythrae, iv B. C.); Cret. [full] ὀτεῖος (q. v.): correlat. to ποῖος: replaced by οἷος in [dialect] Att. Inscrr. after 300 B.C.:1 as Relat., of what sort or quality, ὁπποῖόν κ' εἴπῃσθα ἔπος, τοῖόν κ' ἐπακούσαις as [is] the word thou hast spoken, such shalt thou hear again, Il.20.250 ; τοίῳ ὁποῖος ἔοι such as he might be, Od.17.421 ; .2 in indirect questions, Od.1.171, etc. ; : in direct questions only as f.l. in E.Ph. 878,Ba. 663 : sts. folld. by ποῖος in the same clause,οὐ γὰρ αἰσθάνομαί σου ὁποῖον νόμιμον ἢ ποῖον δίκαιον λέγεις X.Mem.4.4.13
;οὐκ οἶδα ὁποίᾳ τόλμῃ ἢ ποίοις λόγοις χρώμενος ἐρῶ Pl.R. 414d
.II with indefinite words added,ὁποῖός τις Th.7.38
, X.An.2.2.2 ;ὁκοῖόν τι Hdt.1.158
;γιγνομένων ὁποῖοί τινες ἔτυχον Arist.Pol. 1286b24
; so in Hom., ὁπποῖ' ἄσσα of what sort, for ὁποῖά τινα, Od.19.218 ;ὁποῖ' ἄττα Pl.Grg. 465a
; of what kind soever,Id.
Tht. 152d, al. ; ὁποῖος δή, δήποτε, δηποτοῦν, and οὖν δή, asὁποία δὴ φλέψ X.HG5.4.58
;τοὺς ὁποιουσδήποτε.. ἐξεπέμπετε στρατηγούς D.18.146
: gen.,ὁποίου τινὸς οὖν X.Cyr.2.4.10
: acc. fem.,ὁποιαντινοῦν Lys.13.11
; ;ὁποιοσποτοῦν Arist.Ph. 253b23
;ὁποιοσδητισοῦν Iamb.
ap. Simp.in Ph.639.30 ; πόλιν.. οὐδ' ὁποίας ἥττω inferior to none, Plb.4.65.3 ;οὔτ' ἄλλους οὐδ' ὁποίους Theopomp.Hist.217
(c) ;μηδὲ καθ' ὁποῖον τρόπον SIG672.14
(Delph., ii B. C.) ; μηδ' ὁτίη or μηδοτίη, v. μηδοτίη.IV Adv. ὁποίως, qualiter, Gloss.
См. также в других словарях:
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek
φλεβοτόμος — Δίπτερο μυζητικό έντομο. Bλ. λ. σκνίπα. * * * ο / φλεβοτόμος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που τέμνει φλέβες 2. το ουδ. ως ουσ. το φλεβοτόμο χειρουργικό εργαλείο με το οποίο διενεργείται η φλεβοτομία νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φλεβοτόμος ζωολ. γένος… … Dictionary of Greek